- λίγνεμα
- το, -ατοςη λέπτυνση, το αδυνάτισμα: Το λίγνεμα του σώματος έγινε από τη δίαιτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίγνεμα — το [λιγνεύω] λέπτυνση, αδυνάτισμα … Dictionary of Greek
απολέπτυνση — η τέλεια λέπτυνση, αδυνάτισμα, λίγνεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπτύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Βάρδα] … Dictionary of Greek
αχαμνάδα — αχαμνάδα, η και αχάμνια, η αδυναμία, λίγνεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)